
Γράφει η Εύα Ξευγένη για τη Womanlandia
Συζητούσα χθες με μια φίλη στο τηλέφωνο. Μου εξιστορούσε τον εργασιακό ζόφο που ζει, τα οικογενειακά της αδιέξοδα, τις οικονομικές της δυσκολίες, την ανημποριά που βιώνει στην καθημερινότητά της.
Η πραγματικότητα για πολλές γυναίκες στην Ελλάδα αποτελεί ένα τέλμα. «Δεν είναι όμως μόνο η δική μου ζωή» σχολιάζει «όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις, σε πιάνει απελπισία. Οι φωτιές, τα Τέμπη, η Πύλος, οι νεκροί, ο ρατσισμός, συμβαίνουν συνέχεια τόσες τραγωδίες. Όταν ήμουν μικρότερη, δεν την θυμάμαι έτσι την επικαιρότητα. Ήταν πάντοτε τόσο άσχημα τα πράγματα;».
Νομίζω ότι η σωστή απάντηση είναι πως, ναι, ήταν.
Εξαρτάται ίσως από την εποχή. Το «πάντα» είναι πολύ σχετικό. Αμφιβάλλω ότι περνούσαν καλά στην Ευρώπη όταν μεσουρανούσε ο Μαύρος Θάνατος. Εικάζω ότι το ίδιο ισχύει κατά τους Παγκόσμιους Πολέμους. Κατά την Κατοχή. Ή τη Χούντα. Δεν πιστεύω στην γραμμικότητα της προόδου, αλλά αν μη τι άλλο, από υλικής άποψης, τα πράγματα κάποτε μάλλον θα τα βρίσκαμε χειρότερα.
Ο κόσμος μας, οριζοντίως και καθέτως, σε πραγματικό χρόνο, μαστίζεται από πολέμους, δικτατορίες, φτώχεια, εξαθλίωση, ακραία έμφυλη βία κι εκμετάλλευση, καταπίεση μειονοτήτων, έντονη κλιματική κρίση με τις συνέπειες να έπονται, ενώ πάνω από τα κεφάλια μας, όπως φρόντισε να μας υπενθυμίσει πρόσφατα το Oppenheimer, κρέμεται μια μόνιμη απειλή πυρηνικής καταστροφής.
Κάτι που σίγουρα διαφέρει σε σχέση με το παρελθόν είναι η καταγραφή.
Κάποτε αν δεν ζούσες την τραγωδία, δεν την μάθαινες ποτέ. Στη συνέχεια ίσως την άκουγες από το ραδιόφωνο ή τη διάβαζες στην εφημερίδα, είχες την πληροφόρηση. Μπαίνοντας στην εποχή του θεάματος, μπορούσες να την καταναλώσεις μέσω της τηλεόρασης. Έμπαινε στο σύστημά σου με το πρωινό, μέχρι το δελτίο των εννιά την είχες αποβάλλει κι έτρωγες κάτι διαφορετικό. Πλέον, έχοντάς τη στο τσεπάκι σου, με το πάτημα ενός κουμπιού μπορείς να τη ζήσεις και πάλι. Μόνο που δεν είμαστε φτιαγμένες για να ζούμε τα δεινά του κόσμου όλα μαζί, ταυτόχρονα, σε πλήρη ένταση. Δεν ξέρω αν υπάρχει σαν όρος, αλλά η εξάντληση που νιώθουμε από τις απανωτές ειδήσεις δεν περιορίζεται σε επίπεδο πληροφορίας, αλλά είναι συναισθηματική. Ζούμε κάθε τραγωδία σε πραγματικό χρόνο, παθαίνουμε κάποιου είδους βιωματικό burnout.
Η τεχνολογία που φτιάχνουμε βρίσκεται πιο μπροστά από εμάς εξελικτικά.
Αυτό, όπως συχνά σχολιάζεται, κανονικοποιεί την κτηνωδία στα μάτια μας. Το θέαμα που σήμερα μας φαίνεται αποτρόπαιο, που μας εξοργίζει και μας κινητοποιεί να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τα πράγματα, αύριο θα είναι για εμάς μια καθημερινή Τετάρτη απόγευμα. Αυτή είναι πράγματι μια πτυχή αυτού που ζούμε συλλογικά. Πρέπει να δούμε την εικόνα με τα μάτια μας, την κυνηγάμε, την αναδημοσιεύουμε, την παρακολουθούμε ξανά και ξανά όσο κοιτάζουμε πόσα like ή views μαζέψαμε, κάθε εικόνα γίνεται τατουάζ στον αμφιβληστροειδή μας από την έκθεσή μας σε αυτή.
Πνίγηκαν 500 άνθρωποι στο Αιγαίο; Next. Κάηκαν μετανάστες στον Έβρο; Βαρετό, next. Πάλι σκότωσε κάποιος τη γυναίκα του; Skip intro, dislike και neeeext.
Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Έχουμε πει ό,τι ήταν να πούμε γι’ αυτό.
Η πληροφορία μασιέται, καταπίνεται, αλλά δε χωνεύεται, σπανίως μετουσιώνεται σε κάτι ανατρεπτικό. Γεμίζουμε μέχρι το λαιμό με τραγωδία μέχρι να φράξει. Μετά ξεσπά το συλλογικό μας ασυνείδητο, ξερνά τη συσσωρευμένη μαυρίλα του σαν βουλωμένη αποχέτευση. Οι χρόνοι επεξεργασίας είναι ελάχιστοι, έως μηδαμινοί. Γιατί να ψαχουλεύει κανείς σε ένα πιάτο με αποφάγια όταν του σερβίρεται καθημερινά διαφορετικό τσιμπούσι;
Όμως, ταυτόχρονα, στην εποχή που η πληροφορία είναι πιο διαθέσιμη από ποτέ, συχνά καλούμαστε να επιβεβαιώσουμε εμείς την είδηση που μας σερβίρεται.
Είτε προέρχεται από κυβερνητικά χείλη, είτε από non paper σε μέσα ενημέρωσης, είτε πρόκειται για ψεύδη από τα ίδια τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, το γεγονός ότι τα πάντα σχεδόν καταγράφονται, ενώ είναι συχνά εξαιρετικά προβληματικό κι επικίνδυνο, σε πολλές περιπτώσεις είναι σωτήριο.
Ειδικά όταν εξυπηρετεί τους αδύναμους.
Ο αποτροπιασμός που συνέβη στον Πειραιά πολύ γρήγορα μού θύμισε την υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου: Αν δεν είχε δοθεί μάχη από την οικογένεια και τις δικηγόρους της για να βρεθεί οπτικοακουστικό υλικό, τώρα θα μιλούσαμε για ένα επικίνδυνο πρεζάκι που μπήκε στο κοσμηματοπωλείο για να κλέψει. Αν δεν είχε βιντεοσκοπηθεί το προσωπικό του Blue Horizon να σπρώχνει τον 36χρονο Αντώνη Καρυώτη στο θάνατο, τώρα θα συζητούσαμε για ένα απλό ατύχημα.
Παρά την ύπαρξη αυτόπτων μαρτύρων, θα υπερίσχυε η εκδοχή του πληρώματος, γιατί δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι που βγαίνουν για ένα μεροκάματο τόσο κτήνη χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Πρόκειται για μια πολύ πιο καθησυχαστική εξήγηση από αυτήν που μας υποδεικνύει ότι οι ζωές μας δεν έχουν καμία απολύτως αξία, ότι μάλλον ζούμε από τύχη.
Μόνο που πολλές τυχαιότητες μαζεμένες, δημιουργούν ένα μωσαϊκό συστημικής, στην καλύτερη, αναλγησίας.
Όταν όλα είναι θέμα τύχης, αυτό σημαίνει ότι η τύχη είναι το μόνο που απομένει. Όπως έχουμε ήδη συζητήσει, ο ανθρώπινος, ο τυχαίος παράγοντας είναι αυτός που αναδεικνύει τι έχει αφεθεί από το κράτος και το κεφάλαιο στην τύχη του, παρά την υποχρέωσή τους να το διασφαλίσουν, και τι όχι. Αποκαλύπτει επίσης, ποιες θεσμικές ρυθμίσεις έχουν προκύψει κατόπιν ειλικρινούς ενδιαφέροντος, επιμέλειας, στόχευσης και σχολαστικού σχεδιασμού, και ποιές υλοποιήθηκαν τυπικά, σα λίστα για το σούπερ μάρκετ, σαν προεκλογικό σλόγκαν.
Αλλά, ωπ, μόλις έλαβα μήνυμα 112, το κράτος έκανε το καθήκον του και σήμερα.
Όλα καλά.