Το Μεσολόγγι είναι η πόλη που ανάστησε το κλαρίνο του Χαράλαμπου Μαργέλη, του αείμνηστου δεξιοτέχνη που σημάδεψε γενιές με την παραδοσιακή μουσική του.
Την παραδοσιακή μας μουσική, δεν την άκουσα απλώς από τα γεννοφάσκια μου, την βύζαξα μέσα από το γάλα της μάνας μου…
Από τη στιγμή που αρχίζω να έχω αναμνήσεις, θυμάμαι ακούσματα δημοτικής και λαϊκής μουσικής και τη φωνή της μάνας μου να τραγουδά, κάνοντας τη λάτρα του σπιτιού…
Γεννημένη σε μια μουσική οικογένεια και με χιλιάδες ήχους μέσα στο κεφάλι μου, παίρνω φέτος την απόφαση, να κάνω ένα μουσικό μνημόσυνο, σε έναν σπουδαίο προπολεμικό μουσικοσυνθέτη και μεγάλο βιρτουόζο του κλαρίνου, 68 χρόνια μετά τον θάνατό του… Τον Χαράλαμπο Μαργέλη! Τον παππού μου!
Ο Χαράλαμπος Μαργέλης γεννήθηκε το 1895 στον Άγιο Πέτρο της Λευκάδας και συγκεκριμένα στο χωριό Νικολί. Ο πατέρας του ήταν σιδηρουργός. Ο Σπυρίδων Μαργέλης, το 1907, στην προσπάθεια να ανοίξει τις δουλειές του περισσότερο, μιας κι η Λευκάδα τότε ήταν ένα φτωχό και περιορισμένο σε πληθυσμό μέρος, πήρε την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι.
Ο Χαράλαμπος τότε ήταν μόλις 12 ετών αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε, για να βοηθήσει τον πατέρα του, να πιάσει δουλειά στο κάρο καθαριότητας του Δήμου…
Από μικρό παιδάκι, είχε μια μεγάλη αγάπη στη μουσική. Στο Δήμο του βάζαν τις φωνές, γιατί όποτε περνούσαν από τα καφέ σαντάν κι άκουγε τα τραγούδια, παράταγε τη δουλειά και “έστηνε αυτί” μη χάσει έναν ήχο…
“Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον” δεν λένε; Ένα Σαββατόβραδο, κι αφού είχε εισπράξει 8 δραχμές για τα μεροκάματα όλης της εβδομάδας, περνώντας έξω από τις φυλακές Μεσολογγίου, συνάντησε έναν κατάδικο που μόλις είχε αποφυλακιστεί. Πουλούσε ένα παλιοκλαρίνο, για να μπορέσει να οικονομήσει τα έξοδα επιστροφής στο χωριό του. Ο Χαράλαμπος δεν βάσταξε στον πειρασμό.
Έδωσε όλα του τα μεροκάματα και τ’ αγόρασε. Από τότε βάλθηκε μοναχός του να μάθει να παίζει…
Η τύχη πάλι τα ΄φερε να γίνει επαγγελματίας κλαριτζής. Δυό γνωστοί του, πηγαίνοντας σε κάποιο γάμο, τον συνάντησαν στο δρόμο.”Πάρε, του λένε, το κλαρίνο κι έλα…” Πήγε κι έπαιξε ολομόναχος, χωρίς άλλο όργανο. Έγινε χαμός! Δεν πίστευαν πώς ένα μικρό παιδί, έπαιζε τέτοιο κλαρίνο! Το βράδυ, όταν γύρισε από το γάμο, μέτρησε αυτά που κέρδισε και είδε ότι σε ένα απόγευμα, έβγαλε απ΄ το κλαρίνο περισσότερα από ότι έβγαζε όλη την εβδομάδα από τη δουλειά του στο Δήμο. Έτσι βάλθηκε να γίνει οργανοπαίχτης. Εγκατέλειψε τη δουλειά του στο Δήμο κι άρχισε να πηγαίνει στα καφέ αμάν προκειμένου να “κλέψει” στοιχεία από την τέχνη των εκεί μουσικών. Ακολουθούσε κατά πόδας τους μεγάλους κλαριτζήδες Φουσκομπούκα και Σουλεϊμάνη, όπου κι αν έπαιζαν προκειμένου να μαθαίνει κάτι περισσότερο για το όργανο που τόσο αγαπούσε.
Κι όταν κάποτε απολύθηκε από τις φυλακές Μεσολογγίου, κάποιος Γκούμας, κλαριτζής από τη Βόνιτσα, τον πήρε σπίτι του, τον φιλοξένησε κι έμαθε απ’ αυτόν στην ουσία τα πρώτα στοιχεία του κλαρίνου. Αργότερα στα 1911-1914, πήγε στον Σουλεϊμάνη και πήρε μαθήματα. Ο Σουλεϊμάνης, τσιγγάνος τουρκοαλβανικής καταγωγής, ήταν θρύλος της εποχής και δάσκαλος πολλών μεγάλων μετέπειτα μουσικών. Ξεχώρισε το έμφυτο ταλέντο του Χαράλαμπου και τη δίψα του για μάθηση και από τότε τον έχρισε διάδοχό του! Όταν ολοκλήρωσε τις μουσικές σπουδές του δίπλα στον Σουλεϊμάνη, ήταν ήδη ένας μεγάλος δεξιοτέχνης και ήταν μόλις 19 ετών… Και όταν έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Σουλεϊμάνης, ανέτειλε το άστρο του Χαράλαμπου Μαργέλη…
Έγινε ο πρώτος κλαριτζής στη Ρούμελη! Το όνομά του γνωστό, ακόμα και σήμερα, σε πολύ νεώτερους.
To 1922 γνώρισε την Ευθαλία Παπαδάτου, μια νεαρή κοπελίτσα από τη Ζάκυνθο. Την ερωτεύτηκε πολύ κι επειδή οι δικοί της δεν τον ήθελαν για γαμπρό – δεν είχαν την καλύτερη φήμη οι μουσικοί τότε – την έκλεψε και την έφερε στο Μεσολλόγγι. Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Την Μαρίκα, την Αριστέα (τη μάνα μου), τον Διονύση και τον Σπύρο. Είχε ήδη τον Σωτήρη, που του τον είχαν πετάξει μια νύχτα βρέφος στην αυλή του. Τον μάζεψε, τον υιοθέτησε, του έδωσε το όνομά του και τον αγάπησε σαν δικό του παιδί. Δεν τον ξεχώρισε ποτέ από τα παιδιά του.
Ο Μαργέλης σύντομα άρχισε να γράφει δική του μουσική. Έφτιαξε κομπανία και ήταν περιζήτητος σε όλα τα πανηγύρια και τους γάμους. Το σπίτι του έγινε τόπος μελέτης και πρόβας των μουσικών της κομπανίας του. Όταν έγραφε ένα καινούργιο τραγούδι, και μέχρι να αποφασίσει ποιά τραγουδίστρια θα το έλεγε, έβαζε τη μάνα μου στις πρόβες να το τραγουδήσει. Η μάνα μου είχε φωνή αηδονιού. Η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω από εκείνη, από μωρό, είναι ότι δεν σταματούσε να τραγουδάει! Δημοτικά και λαϊκά, με όλα τα χαρακτηριστικά γυρίσματα εκείνης της εποχής.
Τραγουδούσε μέχρι που έφυγε από τη ζωή το 2013 σε ηλικία 86 χρονών! Στις πρόβες που κάνανε στο σπίτι του, οι μουσικοί του, μαγεμένοι από τη φωνή της λέγανε του παππού μου “Βρε μπάρμπα
Χαράλαμπε, τέτοια φωνή και να πάει στράφι;” προσπαθώντας να τον πείσουν να την κάνει τραγουδίστρια. “Τι λέτε μωρέ, τους απαντούσε, που θα βγάλω εγώ την κόρη μου πουτάνα στο παλκοσένικο! Που θα την κάνω σαντέζα!” Αυτή ήταν η νοοτροπία της εποχής!
Το επάγγελμα του κλαριτζή τότε είχε απίστευτα πολλά λεφτά. Ο κόσμος περίμενε τα πανηγύρια και τους γάμους για να διασκεδάσει και για να ειδωθούν νέοι και να γίνει κανα προξενιό. Ο Μαργέλης και η κομπανία του έγιναν δυσεύρετοι! Τους έκλειναν έναν χρόνο πριν για να εξασφαλίσουν την παρουσία τους στα πανηγύρια ή στους γάμους τους! Ο παππούς μου από κάθε πανηγύρι γύρναγε φορτωμένος χιλιάρικα, στοιβαγμένα σε ένα ταγάρι. Είχε ένα ξύλινο μπαούλο, φίσκα από λεφτά. Η γιαγιά μου του έλεγε “Έλα βρε Χαραλάμπη μου, να αγοράσουμε γη, κορίτσια έχουμε να παντρέψουμε, γιατί να κάθονται στο μπαούλο; θα τα φάει η υγρασία!” Ο παππούς ανένδοτος!
Πίστευε ότι όποιος έχει μετρητά, είναι καβάλα στ’ άλογο! Και ήρθε η κατοχή και πολλοί πούλαγαν περιουσίες ολόκληρες για το τίποτα! Εκεί κι αν ήταν ανένδοτος ο παππούς μου… “Να μου κοπούν τα χέρια από τη ρίζα και να μην ξαναπιάσω κλαρίνο στη ζωή μου, που θα πάρω εγώ το βιός του κάθε ανθρώπου, πάνω στην ανάγκη του”. Το μπαούλο άνοιγε συχνά, μόνο για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. Μέχρι που ο πληθωρισμός και η οικονομική κατάσταση του πολέμου, εξεφτέλισαν τελείως την αξία του χρήματος και στο μπαούλο δεν υπήρχαν πια παρά μόνο χαρτιά, που έγραφαν μια ονομαστική αξία χωρίς αντίκρισμα… Ήθελες ένα δισεκατομμύριο δραχμές για να αγοράσεις μια πενικιλίνη κι αυτή αν είσουν τυχερός!
Έμελλε πολλά χρόνια αργότερα, μικρό παιδάκι να γνωρίσω αυτό το μπαούλο! Μετά τον εμφύλιο και πολύ αργότερα, μετά το θάνατο του παππού μου, η οικογένειά του όλη, εκτός από τον θείο μου τον
Σωτήρη που έμεινε στο Μεσολόγγι, πήρε το δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης…
Εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και προσπάθησαν να αρχίσουν μια νέα ζωή. Το μπαούλο το είχαν κουβαλήσει μαζί τους, πιστεύοντας ότι δεν γίνεται να χαθούν τόσα χρήματα, κι ότι θα ξανάπερναν την αξία τους! Φρούδες ελπίδες! Η αξία του χρήματος είχε χαθεί τελείως. Στο σπίτι που μέναμε στο Μετς, έξω στην αυλή υπήρχε ένα πλυσταριό, με πέτρινη σκάφη. Εκεί είχαμε το μπαούλο με τα χιλιάρικα και ανάβαμε προσάναμα στο καζάνι για να ζεστάνουμε νερό για την πλύση…
Από τους γιούς του, ο Σωτήρης έπαιζε σαντούρι κι ο Σπύρος κλαρίνο. Όλοι έχουν φύγει πιά από τη ζωή.
Τον παππού μου δεν τον γνώρισα. Ούτε εγώ, ούτε τα άλλα τρία εγγόνια του. Γεννηθήκαμε πολύ αργότερα. Εγώ και ο ξάδερφός μου Χαράλαμπος Μαργέλης, έχουμε πάρει το όνομά του. Κανένα από τα εγγόνια δεν ασχολήθηκε με τη μουσική, εκτός από μένα που μάθαινα από μικρή πιάνο και βυζαντινή μουσική. Δεν πήρα τη φωνή της μάνας μου, που στις ψηλές της ακουγόταν από την Αγία Παρασκευή μέχρι το Άλσος Νέας Σμύρνης. Εγώ είμαι μπάσα, με μια ιδιαίτερη χροιά σίγουρα, χωρίς όμως τις δυνατότητες της κυρα Αριστέας. Έχω όμως ένα εκπληκτικό αυτί και μπορώ να πιάσω φάλτσο σε μισή νότα!
Ο Χαράλαμπος Μαργέλης έγραψε πολλά τραγούδια, τα περισσότερα γνωστά στο Πανελλήνιο! Συνεργάστηκε με μεγάλους μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής του όπως η Γεωργία Μητάκη, η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Γιώργος Παπασιδέρης και άλλοι. Ευτύχησε να μπει στην ελληνική δισκογραφία με κάποια από τα τραγούδια του, μετά το 1936, όταν η αγγλική Columpia Grammophone Company, αποφάσισε να κάνει το πρώτο στούντιο ηχογραφήσεων στην Ελλάδα. Το ορχηστρικό του “Κοφτό” ήταν το σήμα κατατεθέν της Ολυμπιακής Αεροπορίας, στην διάρκεια των πτήσεων.
Ο Χαράλαμπος Μαργέλης πέταξε για την γειτονιά των αγγέλων στις 17 Νοέμβρη 1954, σε ηλικία μόλις 59 ετών. Τώρα πια έχει μαζί του όλη την οικογένειά του και τους παλιούς συνεργάτες του. Σίγουρα έχουν φτιάξει κομπανία και παίζουν στον προθάλαμο μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης, έτσι… για να μπορούν να τον ακούνε όλοι…
Δεν αποκλείεται να έχει στήσει και κάποιο καφέ σαντάν στα σύννεφα και ν΄αφήνει επιτέλους και την Αριστέα του να πει κανα τραγούδι, χωρίς να φοβάται μην της βγει κακό όνομα…
Το “Μια βοσκοπούλα αγάπησα…”, ίσως το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό τραγούδι του, το αφιερώνω στη μνήμη του και σε όσους τον αγάπησαν…



