Μελέτη συνδέει τη μακρά Covid με χαμηλά επίπεδα σιδήρου

Επιστήμονες στη Βρετανία διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που ανέπτυξαν μακρά Covid παρουσίασαν προβλήματα στη ρύθμιση των επιπέδων σιδήρου στο αίμα, συμπεριλαμβανομένης της αναιμίας, 2 εβδομάδες…

lab-3498584_1280

Επιστήμονες στη Βρετανία διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που ανέπτυξαν μακρά Covid παρουσίασαν προβλήματα στη ρύθμιση των επιπέδων σιδήρου στο αίμα, συμπεριλαμβανομένης της αναιμίας, 2 εβδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα χαμηλά επίπεδα σιδήρου μπορεί να παίζουν ρόλο στην πάθηση. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η διάρκεια της πάθησης εξαρτάται από το πόσο γρήγορα ρυθμίζονται η φλεγμονή και τα χαμηλά επίπεδα σιδήρου μετά την οξεία λοίμωξη. Η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να υποδείξει πιθανούς τρόπους πρόληψης ή θεραπείας της πάθησης.

Λίγο μετά την έναρξη της πανδημίας, μια ομάδα με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στη Βρετανία, στρατολόγησαν άτομα που είχαν βρεθεί θετικά στον κορονοϊό. Κατά τη διάρκεια της μελέτης που διήρκησε έναν χρόνο, ορισμένοι από τους συμμετέχοντες συνέχισαν να έχουν συμπτώματα μετά την υποχώρηση της αρχικής λοίμωξης. Τελικά, οι ερευνητές εστίασαν σε 214 άτομα, από τα οποία περίπου τα μισά, εμφάνιζαν συμπτώματα 3-10 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη. Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα άτομα που είχαν διαγνωστεί με μακρά Covid είχαν χαμηλά επίπεδα σιδήρου, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο ή τη σοβαρότητα της λοίμωξης.

«Τα επίπεδα σιδήρου και ο τρόπος με τον οποίο ο οργανισμός ρυθμίζει τον σίδηρο διαταράχθηκαν νωρίς κατά τη διάρκεια της λοίμωξης με τον ιό SARS-CoV-2 και χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ανακάμψουν, ιδίως εκείνοι που συνέχιζαν να εμφανίζουν συμπτώματα μακράς Covid μήνες αργότερα», δήλωσε η Δρ. Έιμι Χάνσον, συν-συγγραφέας της μελέτης.

«Αν και είδαμε ενδείξεις ότι ο οργανισμός προσπαθούσε να διορθώσει τη χαμηλή διαθεσιμότητα σιδήρου και την επακόλουθη αναιμία παράγοντας περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια, δεν έκανε ιδιαίτερα καλή δουλειά με τη συνεχιζόμενη φλεγμονή» εξήγησε.

Ο συν-συγγραφέας της μελέτης Χαλ Ντρέικσμιθ, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε ότι η απορρύθμιση του μεταβολισμού του σιδήρου είναι μια φυσική αντίδραση στη μόλυνση.

«Όταν ο οργανισμός έχει μια λοίμωξη, αντιδρά απομακρύνοντας τον σιδήρο από την κυκλοφορία του αίματος», είπε.

«Αυτό μας προστατεύει από δυνητικά θανατηφόρα βακτήρια που συλλαμβάνουν τον σίδηρο στην κυκλοφορία του αίματος και αναπτύσσονται γρήγορα. Πρόκειται για μια εξελικτική αντίδραση που ανακατανέμει τον σίδηρο στο σώμα και το πλάσμα του αίματος μετατρέπεται σε ‘έρημο’ σιδήρου.

«Ωστόσο, αν αυτό συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπάρχει λιγότερος διαθέσιμος σίδηρος για τα ερυθρά αιμοσφαίρια, οπότε το οξυγόνο μεταφέρεται λιγότερο αποτελεσματικά, επηρεάζοντας το μεταβολισμό και την παραγωγή ενέργειαςμ αλλά και τα λευκά αιμοσφαίρια, τα οποία χρειάζονται σίδηρο για να λειτουργήσουν σωστά. Ο προστατευτικός μηχανισμός καταλήγει να γίνεται πρόβλημα», πρόσθεσε.

Τα ευρήματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Nature Immunology», μπορεί να βοηθήσουν να εξηγηθεί γιατί συμπτώματα όπως η κόπωση και η δυσανεξία στην άσκηση είναι κοινά στη μακρά Covid. Οι ερευνητές λένε ότι η μελέτη υποδεικνύει πιθανούς τρόπους πρόληψης ή μείωσης των επιπτώσεων της μακράς Covid με τη διόρθωση της απορρύθμισης του σιδήρου κατά τη διάρκεια της πρώιμης λοίμωξης. Μια προσέγγιση θα μπορούσε να είναι ο έλεγχος της ακραίας φλεγμονής όσο το δυνατόν νωρίτερα, πριν αυτή επηρεάσει τη ρύθμιση του σιδήρου. Μια άλλη προσέγγιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη χορήγηση συμπληρωμάτων σιδήρου – ωστόσο, όπως επεσήμανε η Δρ. Χάνσον, αυτό μπορεί να μην είναι τόσο απλό.

«Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα άτομα δεν έχουν αρκετό σίδηρο στο σώμα τους, απλώς έχει παγιδευτεί σε λάθος σημείο», εξήγησε.

«Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας τρόπος να επανακινητοποιήσουμε τον σίδηρο και να τον επαναφέρουμε στην κυκλοφορία του αίματος, όπου είναι χρήσιμος», κατέληξε η ερευνήτρια.

ΠΗΓΗ: Daily Mail