Η «Συνοικία το όνειρο» που έγινε πολιτικός και οικονομικός εφιάλτης για τον Αλέκο Αλεξανδράκη
Μια ημέρα σαν σήμερα, έκανε πρεμιέρα η ταινία «Συνοικία το όνειρο» που προκάλεσε την οικονομική καταστροφή του Αλέκου Αλεξανδράκη καθώς κυνηγήθηκε από το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς.
Πολλοί είναι οι ηθοποιοί που ονειρεύονται πως κάποια στιγμή θα φτιάξουν τη δική τους ταινία. Κάποιοι τα καταφέρνουν, κάποιοι άλλοι όχι. Όταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης αποφάσιζε να δημιουργήσει τη δική του ταινία ίσως να πίστευε πως μπορεί να τα πάει καλά ή μπορεί και να αποτύχει.
Μέσα στο «παιχνίδι» είναι, άλλωστε, όλα. Αυτό που σίγουρα δεν περίμενε, όμως, είναι πως η προσπάθεια του αυτή θα μετατρεπόταν σε έναν πραγματικό εφιάλτη και θα τον ανάγκαζε να αποκηρύξει το ίδιο του το δημιούργημα το οποίο έπεσε στα νύχια της λογοκρισίας που δεν επέτρεψε να βγει προς τα έξω μια άσχημη εικόνα για την «ευημερούσα» Ελλάδα.
Βλέπετε, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε, η Ελλάδα «γονάτισε». Σε μια εποχή που όλες οι υπόλοιπες χώρες προσπαθούν να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να δημιουργήσουν ένα καλύτερο αύριο, η δική μας «βύθιζε» τους πολίτες της στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Η ζωή, για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, ήταν γεμάτη πίκρες και δυσκολίες, ενώ οι χαρές ήταν μετρημένες στα δάκτυλα. Τραγούδια και ταινίες εκείνης της μεταπολεμικής περιόδου περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο εκείνη την περίοδο της φτώχειας. Αυτό προσπάθησε να κάνει και ο Αλέκος Αλεξανδράκης μέσα από τη δική του ταινία. Ένα όνειρο που μετατράπηκε σε εφιάλτη.
«Συνοικία το όνειρο»
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Αλέκος Αλεξανδράκης, έχοντας ήδη μια επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, αποφάσισε να κάνει το πρώτο του εγχείρημα πίσω από τις κάμερες.
Όπως ο ίδιος ο αξέχαστος ηθοποιός είχε πει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, έβαλε σε αυτό το εγχείρημα όσα λεφτά είχε αποταμιεύσει από τις ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει τα προηγούμενα χρόνια. Υπογράφει, λοιπόν, τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνοικία το όνειρο», σε σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά.
Η πλοκή της ταινίας διαδραματίζεται σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας που είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια.
Ένας νέος άνδρας που μόλις έχει βγει από τη φυλακή, προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του βγαίνει με άλλους άνδρες και ο πατέρας της προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας.
Ο Ρίκος, όπως είναι το όνομα του κεντρικού ήρωα της ταινίας, θα σκαρφιστεί μια δουλειά αλλά θα ξοδέψει όλα τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί για αυτόν τον σκοπό.
Μέσα σε όλα αυτά, ένας από τους «συνεταίρους» του θα αυτοκτονήσει. Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο πατέρας της, ηττημένοι και απογοητευμένοι θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με τη σκληρή πραγματικότητα.
Πρωταγωνιστής στην ταινία ήταν ο ίδιος ο Αλεξανδράκης και στο πλευρό του, η πρώην σύζυγός του Αλίκη Γεωργούλη, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως η Σαπφώ Νοταρά και ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης. Το κόστος της ταινίας για τα δεδομένα της εποχής ήταν εξαιρετικά υψηλό, δεδομένου πως τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά.
Ο Αλεξανδράκης επιλέγει για τα γυρίσματα την περιοχή του Ασυρμάτου. Ένα πρώην λατομείο, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα, που στην ουσία ήταν μια παραγκούπολη, που έμεναν πάμπτωχοι και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι μαζί με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Ο σπουδαίος ηθοποιός ήθελε να δείξει το πρόσωπο της πραγματικής Ελλάδας. Αυτής που αντιμετωπίζει δυσκολίες, που δεν την αφήνουν να σταθεί στα πόδια της. Αυτής που είναι γεμάτη πληγές.
Η λογοκρισία και οι τραμπούκοι
Το ότι θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στο να το πετύχει αυτό ήταν δεδομένο. Απλά, ίσως και ο ίδιος να μην περίμενε το πόσο μεγάλες θα είναι αυτές οι δυσκολίες. Το πόσο ενόχλησε το θέμα της ταινίας το καθεστώς εκείνης της εποχής, φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εμφανίζονταν στην περιοχή του Ασυρμάτου παρακρατικοί και τραμπούκοι που προσπαθούσαν ακόμα και με ξύλο και απειλές προς τους κομπάρσους (πολλοί εκ των οποίων ήταν κάτοικοι της περιοχής) να διακόψουν τα γυρίσματα.
Και εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος: «μα καλά, γιατί όλα αυτά». Η απάντηση είναι απλή: Τα μετεμφυλιακά πάθη. Κυβέρνηση τότε ήταν η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Η καθεστηκυία τάξη που ήταν θορυβημένη από τη μεγάλη άνοδο που σημείωναν τα ποσοστά της ΕΔΑ προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα για τη χώρα που παρασάγγας απείχε από την πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα, ήταν σε πλήρη ισχύ και το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» που περιελάμβανε σωρεία διώξεων και φυλακίσεων για τους αριστερούς. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, άλλωστε, τον Οκτώβριο του 1961 είχαν γίνει και οι περιβόητες εκλογές που έμειναν στην ιστορία με τον όρο «βίας και νοθείας».
Μέσα σε όλα αυτά, λοιπόν, έρχεται και ο «γνωστός δια τα Αριστερά του φρονήματα» Αλέκος Αλεξανδράκης να προσπαθεί να φτιάξει μια «υπόπτου ηθικής» ταινία, βάζοντας ως συμπρωταγωνιστή δίπλα του τον επίσης Αριστερό (και εξορισθέντα), Μάνο Κατράκη και τον πολιτικά «δακτυλοδεικτούμενο» (και επίσης εξορισθέντα) Μίκη Θεοδωράκη να υπογράφει τη μουσική, δημιουργώντας ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει ύμνος της φτωχολογιάς.
Όταν, μετά κόπων και βασάνων, ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, η ταινία φτάνει αρχικά στα χέρια της επιτροπής προληπτικής λογοκρισίας.
Στη συνέχεια περνάει από την ειδική επιτροπή για τη χορήγηση άδειας «γυρίσματος», έπειτα επιστρέφει στην πρώτη επιτροπή προκειμένου να πάρει άδεια προβολής. Τελευταίο στάδιο ήταν η επιτροπή ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών για να πάρει άδεια προβολής στο Φεστιβάλ της Βενετίας!
Και ναι. Κάθε φορά που περνάει η ταινία από κάποια επιτροπή όλο και κάτι... κόβεται. Οι δε αρχικές κόπιες μεταφέρθηκαν στην Ασφάλεια για να καταστραφούν. Οι αστυνομικοί, μάλιστα, κάλεσαν τον Αλεξανδράκη προκειμένου να είναι παρών στην καταστροφή τους!
«Από τη στιγμή που κόπηκε, δε με αφορά»
Ο σκηνοθέτης όπως είναι φυσικό αρνήθηκε να παραβρεθεί στην καταστροφή του έργου του και όταν ήρθε η ώρα να βγει η ταινία στους κινηματογράφους δήλωσε: «Από τη στιγμή που κόπηκε, δε με αφορά».
Ότι, τέλος πάντων, είχε… περισσέψει από την αρχική δημιουργία του Αλεξανδράκη, πήρε την άδεια για να προβληθεί. Η πρεμιέρα έγινε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 16 Οκτωβρίου 1961. Αλλά ούτε εκεί τελείωσαν τα προβλήματα.
Η πρεμιέρα διεκόπη βίαια από αστυνομικούς, που εισέβαλαν στην κινηματογραφική αίθουσα και κατέβασαν τον γενικό διακόπτη, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επίσημων καλεσμένων. Η ταινία προβλήθηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η προβολή της στην υπόλοιπη χώρα απαγορεύθηκε…
Όπως είναι φυσιολογικό κάτω από αυτές τις συνθήκες η ταινία ήταν μια εισπρακτική αποτυχία. Ο ίδιος ο Αλεξανδράκης έκανε λόγο για οικονομική καταστροφή. Πούλησε τα δικαιώματα στους αδελφούς Κουρουνιώτη. Δε σκηνοθέτησε ξανά ποτέ άλλη ταινία.
Η ταινία, ωστόσο, γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία καιρό αργότερα στο εξωτερικό και ειδικότερα στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. «Από εκεί βγήκαν τα λεφτά. Κέρδη ήταν τα ατελείωτα ταξίδια μας και οι γνωριμίες. Φιλίες που άνοιξαν και πυρκαγιές… Μόσχα, Πράγα, Κίεβο, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Σόφια, Βερολίνο, Κούβα» έγραψε στην αυτοβιογραφία της η Αλίκη Γεωργούλη, η οποία αποκαλύπτει πως το κόστος για τα γυρίσματα «ήταν 1.472.000 δραχμές, σχεδόν τα διπλά απ’ όσο κόστιζαν τότε οι ταινίες της Βουγιουκλάκη»!
«Την πλήρωσα πάρα πολύ οικονομικά αυτή την ταινία... Ό,τι είχα μαζέψει από τις ταινίες που έκανα τα 'βαλα για να κάνω αυτή την ταινία, γιατί ήθελα να πω αυτά τα πράγματα... Τελικά έγινε αυτή η ταινία, και ύστερα από καιρό που δεν την επιτρέπανε να παιχτεί, την επιτρέψανε πετσοκομμένη» είχε πει ο Αλέξος Αλεξανδράκης, σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ και στο δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο το 1996 ενώ σε μια άλλη συνέντευξη στον Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη είχε πει:
«Δεν είχαμε προβλήματα με την αστυνομία αλλά με τους τραμπούκους. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται γνωστό ότι γυρίζαμε την ταινία εκεί και η τότε βαμμένη δεξιά έστελνε τους τραμπούκους[...]. τα αρνητικά της ταινίας τα είχε εξαφανίσει η λογοκρισία. [...] Όταν άρχισε να παίζεται, από πολλά μέρη της επαρχίας την έστελναν πίσω, είτε γιατί ο χωροφύλακας ήταν έξω από την αίθουσα και κατέγραφε ποιοι έμπαιναν, είτε γιατί οι αντιφρονούντες πετροβολούσαν τον κινηματογράφο».